Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Αφιέρωμα στην ποίηση του Θωμά Βουγιουκλή "Ελλάδα μου, Μαινάδα μου" από την Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου και τον Νίκο Μαυρέλο.


Παγκόσμια ημέρα ποίησης 21/3/2011
Αφιέρωμα στην ποίηση του Θωμά Βουγιουκλή
«Ελλάδα μου, Μαινάδα μου»

Σύντομη αναφορά στο ποιητικό έργο του Θωμά Βουγιουκλή από την Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου.


"Παίζει καλά το βιολοντσέλο, πολύ καλά

για τον αξιολύπητο αυτό κόσμο

Το κέντρο απαιτεί τραγούδια

Ας έχει η εποχή σ' ερείπια σωριαστεί"

(Gottried Benn, "To μπαρ")


" [...]

"Βεδολίς η γερή..."

μία φράση-τομή

που κεντάει τον άπειρο χρόνο.

Είμαστ' όλοι εμείς

οι κλωστές της τομής

και συνάμα το άπειρο τόξο".

(Ανάσες , 1980)


Μπορεί μια λέξη, να κλείνει μέσα της το χρόνο, τη ρευστότητά του, την απροσδιόριστη υφή του, το απέραντο και το ελάχιστο. Μπορεί να κλείνει την ανθρώπινη μεγαλοσύνη ή την κτηνωδία. Μπορεί, τον πόνο, τον θυμό, την αγανάκτηση, το φόβο, την ελπίδα. Ακόμη-ακόμη να κλείνει το παράδοξο της Ελληνικής ψυχής. Το παράδοξο της ανθρώπινης ψυχής.

Οι λέξεις και οι πολυσημίες τους, οι ομοιότητες , οι αναγραμματισμοί τους που μπορεί να αλλάξουν το νόημά τους και να αποδώσουν τη διπλή έννοια των πραγμάτων ή των ανθρώπινων συναισθημάτων, είναι πολλές φορές το ζητούμενο στην ποίηση και ιδιαίτερα στην ποίηση του Θωμά Βουγιουκλή που μας απασχολεί σήμερα.

«Νομίζω ότι όταν έχω κάτι να πω, η γλώσσα μου το βγάζει διπλό τουλάχιστον. Η γλώσσα μου βγάζει γλώσσα. Δεν στενοχωριέμαι, γιατί έτσι ίσως βγαίνουν μύχιες σκέψεις», γράφει ο ίδιος.

Από την πρώτη ως την τελευταία του ποιητική συλλογή Αφή (2011, Τυπωθήτω), ο ποιητής Θωμάς Βουγιουκλής, αναζητά το εύρημα στη λέξη και την αρμονία στο ρυθμό των συλλαβών της. Η ποίηση γι' αυτόν είναι παρατήρηση, ανάλυση και στοχασμός, αλλά και μια μορφή έρευνας στη γλώσσα. Ένα παιχνίδι με τις λέξεις που τον βοηθά να προσδιορίσει το βάθος του ανθρώπινου είναι, καθώς και μια απόπειρα σκέψης και συμπερασμάτων : "Δώσε μου λέξεις /δώσε μου μέτρο/ και θα σου θέσω / το σκεπτικό". (Απόπειρα,2007)

Στην πρώτη του συλλογή Ανάσες (1980), στο ποίημα "Το τελευταίο παλιό βλέμμα" γράφει: " [...] Το είναι συμμαχεί με το εύρηκα/ και παντρεύουν το βήμα μου/. Βαριανασαίνει η αμφιβολία στριμωγμένη./ Η δυσπιστία καρφώνει το δάπεδο/ με το τελευταίο παλιό βλέμμα".

Κάθε καινούργιο μια τομή στη "σκάλα της ατέλειωτης όρασης" κι η γνώση απέραντη τόσο, που αναιρεί πολλές φορές ανθρώπινες αξίες και κοινωνικές δομές. Όμως μία φράση γράφει στο ποίημα "Μία φράση", μπορεί να νικήσει τη μοίρα, μπορεί να ενώσει "σταυρούς και ουρανούς":

Στα Τραγούδια (1990), τη δεύτερη ποιητική συλλογή του, οι στίχοι προσφέρονται για μελοποίηση και είναι μια πολιτική κατά των κακώς κειμένων της κοινωνίας. Με κριτική και σατιρική διάθεση σχολιάζει τα πάθη του λαού, πάθη που σε όλες τις εποχές παραμένουν τα ίδια. Τον απασχολεί η φθορά της ανθρώπινης συνείδησης, η αλλοτρίωση της κοινωνικής μας δομής, η αδικία, η υπερβολή, η προδοσία, η υποδούλωση στο χρήμα και στους ξένους αφεντάδες. Τα τραγούδια αυτά, αντλούν στοιχεία από την δημοτική μας ποίηση και πολλές φορές έχουν κάτι από το επαναστατικό, σατιρικό Βαρναλικό σκέρτσο του μεγάλου μας Θρακιώτη ποιητή:


[...]"Του κάκου τρέμει η φωνή σου

αφέντη-τύρανε-φονιά

λυγίσανε τα γόνατά σου

μπρος στη δική μας τη σοδειά.


Καλοδεχούμενα και φτάσαν

απρόσκλητα και σε πομπή

τα λιβανίζοντα κοράκια

που τρέφονταν απ' την πληγή".

(Τραγούδια,1990)



Στο ίδιο περίπου πνεύμα κινείται και η συλλογή Με τα αίματα του Αίμου (1997), μια "περί Ελλάδος Ελεγεία που μοιάζει με τυμβωρυχία μες στα χέρια των καπήλων". Ένα μοιρολόι για την Εθνική μας μειοδοσία, που κοιτώντας το με σύγχρονη ματιά, είναι επίκαιρο και προφητικό. Η ιστορία, επαναλαμβάνει τα λάθη της γιατί ο άνθρωπος είναι ίδιος σε όλες τις εποχές. Όταν κυβερνιέται από φιλοδοξίες και αλαζονείες, η αποτυχία του έχει μια διαχρονική συνέπεια. Άλλωστε, η ανθρώπινη ψυχή ρέπει ευκολότερα προς το κακό.

Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, αν και γράφτηκαν πριν από δεκατέσσερα χρόνια, προβλέπουν όπως ήδη αναφέραμε, τη σημερινή κατάσταση στη χώρα μας: "Έφτασε η εξουσία/ με το χέρι του Μεσία / έφαγε την αναρχία /μπήκε πάλι στην ουσία",σ.51. "[...]Προπατορική φυγή / κληρονόμησαν αυτοί /και μας δίνουνε φτερά /μαδημένα και λειψά",σ.53. Οι εξουσίες, με τα προσωπεία του Μεσία καταστρέφουν όνειρα και ιδανικά. Κληρονόμοι μιας αρρωστημένης και εγκληματικής φιλοδοξίας, στερούν τους μόχθους και τον ιδρώτα του πιο αθώου και ανυποψίαστου αγωνιστή. Πατριδοκάπηλοι και αλαζόνες, παρουσιάζονται ως πρότυπα προς μίμησιν.

Στο ποίημα "Πρότυπα"σ.15,γράφει: "Στα άντρα της γραβατωμένης /χρηματικής αναλγησίας /γαλουχημένοι /στους άψυχους δείχτες / σκαρφαλωμένοι /διάμεσα και δολοφόνοι /των ιδανικών /τυφλωτές του ιδρώτα /της εργασίας / κι' αλίμονο /πρότυπα των / μέσων μαζικής μανίας". Και αλλού, στο ποίημα "Στα ρήματα του παραγράφω", σημειώνει: "Γράφω πορείες με ρωγμές ροπάλων /με ποσοστιαίες απολύσεις / με μαύρο αίμα πειραμάτων και νέα τάξη βρυκολάκων ".

Mέσα σ' ένα εφιαλτικό φόντο εποχής, ο Θωμάς Βουγιουκλής, κινείται άνετα μεταξύ παραδοσιακού και μοντέρνου στίχου. Παρ’ όλη την πραότητα που τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο, η ποίησή του είναι επαναστατική και καυστική. Το αναδυόμενο, πολλές φορές, σατιρικό και παιγνιώδες ύφος στους στίχους του, είναι το άλλοθί του για να μην ουρλιάξει μπροστά στο άδικο παιχνίδι ισοπέδωσης της ανθρώπινης αξίας και ζωής. Ένα άλλοθι που αποφορτίζει την ποιητική ατμόσφαιρα, βοηθώντας σε να χαμογελάς με στωικότητα και καρτερικότητα ώσπου να "ξανανθίσουν οι κερασιές" .

Μέσα απ' τη λιτή προβολή των λέξεων, την αμφισημία τους, την πολυσημία τους, τις υπερηχήσεις και τις παρηχήσεις των συμφώνων τους, τους ρυθμούς και τα γινόμενά τους, κατορθώνει να σκιαγραφήσει εικόνες καθημερινές, εικόνες που υπογραμμίζουν το τραγελαφικό τοπίο της εποχής, χρωματίζοντας με τον τρόπο αυτό, το δράμα που τοιχογραφείται πίσω απ' αυτές: "Λόγια λάγνα με λογχίζουν /λάμιες, λύκοι με λιανίζουν /λαίλαπα λακτίζει λίκνο /λήθαργος, λατρεία, λείπω". "[...]Λαιμητόμος λαιμαργία /λάθρα λάμα η λατρεία / λωτοφάγος λακτιστής /λοιδορεί και ο ληστής"σ.37. Ο ιδιόρρυθμος αυτός υπερρεαλισμός λέξεων που συναντούμε στην ποίηση του Θωμά Βουγιουκλή, πλάθεται από τον συνδυασμό γνώσης, εμπειρίας , κριτικής σκέψης , αλλά και από λέξεις που λειτουργούν αυτόματα όπως ακριβώς αναδύονται από το βάθος του υποσυνείδητου.

Αργότερα, στο 101 ΟΙ ΙΟΙ, ποιητική συλλογή του 2006, θα μας δώσει τα δύο εξαιρετικά πρωτότυπα τραγούδια, "Ξένη, ξενιτεμένη" και "Το ον" που μελοποιήθηκαν από τον ίδιο και ερμηνεύονται θαυμάσια από τις κόρες του Σουζάνα και Ελένη Βουγιουκλή. Τα δύο αυτά ποιήματα όπως και τέσσερα άλλα εμπεριέχονται στο "Μελιτότροπο" που κυκλοφόρησε το 2002* σε εγχώρια – ‘χειροποίητη’ την αποκαλεί ο ίδιος- μουσική παραγωγή:"[...]Λες το ον να μας τη βγει /και να πει το παν να ρει /απ' το εν και απ' το ντο / ζω το ουν και μες το νυν". Ο ίδιος στο "Μελιτότροπο" γράφει: «Ετσι μου’ρθε να τα σβήσω όλα τα άλλα όταν μου βγήκε η ερώτηση "λες το όν να μας τη βγει και να πει τα πάντα ρει;". Μήπως ήθελα να επιβεβαιώσω, ότι δεν είναι μόνο να καταλάβουμε τον κόσμο και το σοφό "τα πάντα ρει" αλλά και, το εξίσου σοφό και μαρξιστικό, "να τον αλλάξουμε"; Που πα να πει "το ον να πει το παν να ρει". Κι όμως ήθελα αυτοβούλως να περιορίσω την έκφρασή μου στις μονοσύλλαβες λέξεις, δυνάμει μεθερμηνευόμενον, σε βρυχηθμούς. Επιλογή με λιτό τρόπο έκφρασης όπως και στο τραγούδι χωρίς όργανα...».

Η αρμονία εστί φιλοσοφείν, στην περίπτωση του Θωμά Βουγιουκλή, όπως και το λακωνίζειν για τους Λακεδαιμονίους. Οι λέξεις αυτούσιες και μοναχικές χωρίς στολίδια και μαλάματα εκπέμπουν την πιο γνήσια μελωδία. Και ένας βρυχηθμός έχει τη δύναμη να δημιουργήσει αίσθηση αρκεί να εμπεριέχει μελωδία. Ο ήχος είναι γλώσσα. Άλλωστε, τι σημασία μπορεί ναέχει το στερεότυπο ή το δόγμα μιας φράσης όταν όλα αλλάζουν ανά πάσα στιγμή;

Στην ίδια συλλογή υπάρχει και το ποίημα: "Ελλάδα μου, Μαινάδα μου /'Ολυμπε και Καιάδα μου" που μέσα σε δύο στίχους περικλείει την αντιφατικότητα της Ελληνική ψυχής και οδηγεί στο παράδοξο γίγνεσθαι της καθημερινής Ελληνικής μας πραγματικότητας, που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε.

Η ενθουσιώδης εσωτερική αυτοκαταστροφική δύναμη της Ελληνικής ψυχής, είναι μια φωτιά που καίει για να δημιουργήσει το μεγαλείο .Ένας Πομηθέαςπου χαρίζειτη γνώση αυτής της φωτιάς στους ανθρώπους, για να την κάνουν στάχτη. Είναι γνωστό από την Ελληνική Μυθολογία ότι οι Μαινάδες πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να ξεριζώσουν δέντρα και να σκοτώσουν θηρία. Αυτή η εκστατική μανία, η πέρα απ' τη λογική σύμφωνα και με τους παραπάνω στίχους που διαβάσαμε, είναι και ο Καιάδας του Έλληνα.

Κάτι παρόμοιο μπορούμε να δούμε και στο ποίημα "Βάκχες": "Ρυθμέ μου, τραγούδι , μέθος μου /πάναλγος, πανάκεια, Πάνα μου...[...] Δύναμη, οδός, οδός, οδύνη...[...] Χώρα που ξεσηκώνεις δύο θάλασσες /στο ρυθμό των χωρών σου / πρέπει να σ' αγαπώ, όσο ζω / ως την ημέρα που θα πεθάνω"...

Σε διαφορετικό μήκος κύματος κινούνται οι δύο τελευταίες συλλογές Απόπειρα (2007) και Αφή (2011) -την τελευταία παρουσιάζουμε απόψε εδώ για πρώτη φορά-. Εδώ η ανθρώπινη ψυχή υπονομεύεται αμετάκλητα από τις γιγαντιαίες κατακτήσεις της επιστήμης και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Οι γνησιότερες ενεργειακές πηγές της ύπαρξης ατονούν. Η μία εποχή προδίδει την άλλη εποχή. "Ένας τοίχος προδίδει έναν άλλο τοίχο" κατά τον Paul Eluard. "Η θεαματική ανακάκυψη" της αποθησαύρισης των γνώσεων σε σκληρούς δίσκους με συνέπεια την αδρανοποίηση του ανθρώπινου εγκεφάλου, είναι για τον Θωμά Βουγιουκλή, "αόρατα δεσμά που υποτάσσουν".

"Η αφή κυρίαρχη των αισθήσεων". Με μια απλή κίνηση των πλήκτρων του υπολογιστή, όλα μεταφέρονται στον εγκέφαλο. Και τί γίνεται με τις άλλες αισθήσεις που ατονούν; Τί γίνεται με τη σκέψη που εφησυχάζει; "Τώρα το λίγο ,το ηδύ έχει χαθεί" γράφει. (Αναλυτικότερα για τη συλλογή Αφή, ακούσαμε από τον Νίκο Μαυρέλο)

Για τον ερευνητή μαθηματικό, τον ερευνητή στοχαστή, τον στιχουργό τραγουδοποιό, τον ποιητή, τον άνθρωπο Θωμά Βουγιουκλή, η σκέψη είναι άθροισμα συναισθημάτων. Οι λέξεις ήχοι μιας αρμονίας που κουβαλάμε μέσα μας κι η γλώσσα ένα γινόμενο γραμμάτων και εμπειριών, ο μόνος τρόπος που μας δόθηκε να περιγράψουμε τα πάθη μας. Η πείρα της θεωρίας των μαθηματικών αλλά και η βαθειά γνώση της γλώσσας, η επίγνωση των κοινωνικών προβλημάτων μαζί με την αγάπη του για το αισθητό και το ωραίο, διαμόρφωσαν μια δική του ξεχωριστή ταυτότητα...

*Το τραγούδι ‘Ξένη, ξενιτεμένη ’ περιέχεται και στο πρώτο προσωπικό CD της Ελένης και της Σουζάνας Βουγιουκλή, που κυκλοφόρησε το 2008 από τη LEGEND, με τίτλο το όνομά τους..

Ελένη Δημητριάδου-Εφραιμίδου

Ξάνθη 20/3/2011

Οι «αυτολεξιλάγνοι» και τα λεξιπαίγνια

Συχνά οι άνθρωποι βλέπουν τα πάντα σε διπολικά αντιθετικά σχήματα και απορρίπτουν τη συνύπαρξη των πόλων σε μια αρμονική (λίγο ως πολύ) σχέση, παραβλέποντας τη μαγεία της πραγματικότητας. Αν δούμε με καθαρό μάτι (του ποιητή με το «οξύτερον βλέμμα» ακόμα καλύτερα) την καθαυτό φύση των πραγμάτων και των όντων, θα καταλάβουμε ότι τα αντίθετα πάντα συνυπάρχουν. Η ανάδειξη του ενός ή του άλλου και η επικράτηση του είναι θέμα αναλογίας, ή ενίοτε συνεχούς εναλλαγής σε ισόποσες χωροχρονικές πραγματώσεις. Έτσι τα μαθηματικά και η ποίηση δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετα, ενώ κατά την ενασχόληση με αυτά από τον ίδιο άνθρωπο δεν σημαίνει ότι το ένα θα επισκιάσει το άλλο. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, συχνά η ποιητική «νόσος» του λυρισμού και της ιδέας πρέπει να εναλλάσσεται αρμονικά με την «υγεία» του μαθηματικού Ορθού Λόγου για να έχουμε ένα αποτέλεσμα αισθητικά ελκυστικό, αφού η Ποίηση έχει (τουλάχιστον στις μέρες μας) ως πρωταρχικό σκοπό την αισθητική τελείωση. Ο Θωμάς Βουγιουκλής κατάφερε να εναρμονίσει τις δύο αυτές ιδιότητες, του μαθηματικού και του ποιητή.

Ως προδόρπιον για τη νέα του συλλογή, θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για μια αξιομνημόνευτη διαχείριση της γλώσσας στους ρυθμούς του ναρκισσισμού του λόγου και της αυτο-αναφορικής θεματικής της ποίησης, όπως και στις άλλες συλλογές του. Το γλωσσικό παιχνίδι υποβοηθείται από μια εμφανή ή υποφώσκουσα ρυθμικότητα, η οποία ενισχύεται από τα λεκτικά και υφολογικά «παίγνια», αλλά ενίοτε και από μετρική κανονικότητα, όπως και στις προηγούμενες συλλογές. Ωστόσο, η γραφή αναδεικνύει ένα υποκείμενο που αναστοχάζεται περισσότερο για θέματα οντολογικής φύσης.

Επί του προκειμένου τώρα.

Μια σύντομη αναδρομή σε κάποιες από τις πιο πρόσφατες συλλογές του ποιητή αρκεί για να αναδειχτούν κάποια από τα χαρακτηριστικά της ποίησής του, τα οποία εντοπίζονται και στην τελευταία συλλογή. Θα ξεκινήσω από τα τεχνικά στοιχεία (μορφή και ύφος), που συναντάμε στις προηγούμενες συλλογές, αλλά και στην παρούσα.

Ο ποιητής, ήδη από το 1997 (Με τα Αίματα του Αίμου) φλερτάρει με την αυτοαναφορικότητα και κυρίως με την παιγνιώδη χρήση γλωσσικών και ρητορικών τεχνασμάτων, όπως η συνήχηση, η παρήχηση, τα συνώνυμα ή ομώνυμα κλπ. Τα σχήματα δεν είναι μόνο τα γνωστά και συνήθη σχήματα που «μεταφέρουν» περιεχόμενο (παρομοίωση, προσωποποίηση, μεταφορά, μετωνυμία κλπ.), αλλά και (ενίοτε μάλιστα κυρίως) σχήματα και παιχνίδια που αφορούν στο ίδιο το σημαίνον ή τη σειρά σημαινόντων με διαφορετικό εντελώς νόημα και λειτουργία, τα οποία συχνά-πυκνά λειτουργούν θα λέγαμε σχεδόν «λετριστικά» (βλ. σσ. 36 και 37 με τους «καταλόγους» λέξεων που αρχίζουν από Ζ ή Λ). Ακόμα και το παιχνίδι στο γραφηματικό επίπεδο, τη διάταξη δηλαδή των λέξεων στον χώρο, που εντοπίζουμε στο ποίημα «ΤΩΝΟΝΤΩΝ» (σ. 40), όπου οι στίχοι δεν έχουν κενά ανάμεσα στις λέξεις που τους απαρτίζουν, αποτελεί σαφή ένδειξη αυτο-αναφορικότητας όχι τόσο ή μόνο του ποιήματος, όσο (ή και) της ίδιας της γλώσσας ή του υλικού, από την ποικιλία των οποίων θα επιλεγούν τα δεδομένα που θα μπουν στο χωνευτήρι που λέμε ποίημα. Παρότι έχουμε ποίηση που με τίποτα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί λαϊκή ή προφορική, η απαίτηση πολλών από τα ποιήματά του είναι ξεκάθαρη: πρέπει να διαβαστούν φωναχτά, και όχι να μείνουν σιωπηλά στο μυαλό του αναγνώστη! Η επάνοδος του μέτρου σε πολλά από αυτά και συχνά και της ομοιοκαταληξίας, χαλαρής ή πιο «δεμένης», επιτείνουν αυτό το χαρακτηριστικό των ποιημάτων της συλλογής. Η ειρωνική-σατιρική μάλιστα κατάληξη της συλλογής του 1997 (αυτή η παρωδία «ελεγείας» στη σ. 56) ενισχύει τον αυτοαναφορικά παιγνιώδη τόνο που εντοπίστηκε και επιβεβαιώνει τις διαθέσεις των ποιημάτων, αλλά, υποθέτω, και του ποιητή.

Το έντονα προβεβλημένο γλωσσικό παιχνίδι συνεχίζεται και το 2006 με τη συλλογή ΙΟΙ ΟΙ ΙΟΙ, ο τίτλος και μόνο της οποίας αναδεικνύει το παιχνίδι του ποιητή (πρόκειται για αριθμούς ή γράμματα ή και τα δύο;). Αυτό που μας ενδιαφέρει, εκτός από τα προαναφερθέντα τεχνικά στοιχεία που και εδώ υπάρχουν, είναι μία λέξη, νεολογισμός για την ακρίβεια, οι «αυτολεξιλάγνοι» (σ. 17), που χαρακτηρίζει το έργο όλο. Το απόγειο της ρητορικής άσκησης (συνδέει τη φιλοσοφία ή τη θεωρία με τη ρητορική) εντοπίζεται στα ποιήματα «Λήγοντας, παραλήγοντας» (σσ. 81-82) και («Γλωσσολογίζοντας», σ. 83), αν και όλη η τελευταία ενότητα («…παράρτημα») αυτόν τον σκοπό έχει.

Μας ενδιαφέρει όμως και ο έξυπνος ορισμός της ποίησής του στο ποίημα ποιητικής «Ευ-μορφή», όπου συνδυάζεται με την ταυτόχρονη ανάδειξη της έντονα προσεγμένης μορφικής πλευράς, του μέτρου (σε ισορροπία με την πλευρά του περιεχομένου). Παρότι η συλλογή χωρίζεται σε «αμετροέπεα» και «εμμετροέπεα», αυτό δε σημαίνει ότι όλα τα πρώτα δεν έχουν μέτρο, ενώ τα δεύτερα είναι άψογα «μετρημένα» (βλ. π.χ. σ. 41). Απλά τα δεύτερα είναι (υποτίθεται) πιο προσεγμένα στο μέτρο και με πιο εμφανή τη μετρική κανονικότητα.

Περνώντας στη θεματική, θα λέγαμε ότι ένα από τα κοινά σημεία των παλιότερων συλλογών με τη νέα είναι η αναφορά στην τεχνολογία, που ενίοτε πραγματώνει όνειρα χωρίς ουσία ή πηγάζει από έναν υλισμό χωρίς ιδεολογία.

Άλλη μια πλευρά της νέας συλλογής που εντοπίζεται σε παλαιότερη είναι το ότι πολλά από τα ποιήματα μοιάζουν με αποφθέγματα ή γνωμικά, ειρωνικότατα, με οξύ τόνο και ακρίβεια. Το 2007, στην απο πειρα, ο Θωμάς Βουγιουκλής ξεκινά με ποιήματα που έχουν πολιτική χροιά και μετά αλλάζει, κάτι που εντοπίζουμε, τηρουμένων των αναλογιών, και στην παρούσα συλλογή.

Σημαντικό, ως προς την αυτοαναφορική πλευρά του λόγου του, στην απο πειρα είναι και το εκδοτικό «τέχνασμα» που αναδεικνύει τη στιβαρή (όπως και στην Αφή) δομή της συλλογής. Χωρίζεται στα δύο, με το δεύτερο μέρος να επιγράφεται «Επαυξήσεις – Βελτιώσεις». Ο τίτλος αυτού του μέρους παραπέμπει σε δεύτερη έκδοση. Ωστόσο, εδώ δεν πρόκειται για πραγματική δεύτερη έκδοση, αλλά για συμπληρωματικό μέρος. Κοινός παρονομαστής με τις άλλες συλλογές είναι τα παιχνίδια με τους τόνους, τις λέξεις, την ομοιοκαταληξία. Η απόπειρα είναι σαν ρητορική άσκηση ενίοτε κυρίως στο επίπεδο λέξης (είτε του σημαίνοντος είτε του σημαινόμενου).

Η καινούργια συλλογή του, Αφή, εστιάζει στη γνώση και την ανθρώπινη ικανότητα, όχι μόνο να την παράγει, αφού ο άνθρωπος κατανοήσει τον ίδιο και ό,τι είναι γύρω του ή μέσα του, αλλά και να τη μεταδώσει για να δημιουργηθεί κάτι νέο. Για παράδειγμα, ο αναστοχασμός για τη γνώση και τη μετάδοσή της (π.χ. στην εκπαίδευση) βρίσκεται σε εξαιρετικό συνδυασμό με την ταυτότητα της παιδευτικής λειτουργίας της ποίησης. Ποίηση, σκέψη, γνώση και η μετάδοσή της πορεύονται με την ποίηση ως όχημα. Αυτά αντιπαραβάλλονται προς τις αποστεωμένες γνώσεις που συχνά προσφέρει η εκπαίδευση ή προς την αντιμετώπιση της γνώσης του παρελθόντος ως μουσειακού αντικείμενου. Επιπλέον, θεματοποιείται με έξυπνο τρόπο η εκπαιδευτική πραγματικότητα ως φορέας γνώσης (γόνιμης ή άγονης).

Γενικά, θα λέγαμε πως η αφηγηματική ταυτότητα που υποφώσκει στον ποιητικό-λυρικό λόγο λειτουργεί ενοποιητικά δομώντας όλα τα μέρη («Ώρες») σε ένα ενιαίο σύνολο σφιχτό, που δεν κάνει «κοιλιές». Η συλλογή ξεκινά από συγκεκριμένα θέματα και επισημάνσεις και καταλήγει σε μια σχεδόν σουρεαλιστικού τύπου εκτόξευση εικόνων και σκέψεων οντολογικής φύσης. Το πλάνο της συλλογής έχει ως εξής: Α. Συγκεκριμένο: Σκέψη=> Γνώση=> Μετάδοσή της (νέες τεχνολογίες, εκπαίδευση και αξίες) => Επεξεργασία=> Δημιουργία νέων πραγμάτων. Β. Αφηρημένο: Σουρεαλιστικού τύπου εικονοποιία και σκέψεις οντολογικής φύσης (κυρίως τελευταίες δύο «ώρες»).

Ας ακολουθήσουμε όμως γραμμικά τη συλλογή.

Το εναρκτήριο λάκτισμα δίνεται με ένα ποίημα ποιητικής («Εξήγηση») εν είδει προλόγου, παιγνιώδες μεν αλλά έξυπνο στη σύλληψή του. Στη συνέχεια ακολουθούν τα 12 ποιήματα («Ώρες» κατά τον ποιητή). Συχνά-πυκνά ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι αυτή η οντολογική εξέταση της έννοιας της γνώσης (διότι περί αυτού πρόκειται) στα ποιήματα ακολουθεί την ειδολογική πορεία ενός κειμένου με φιλοσοφικούς αναστοχασμούς στο πρότυπο του συγγενούς πεζού είδους, αλλά με εμπλουτισμένη την εικονιστική ενσάρκωση των ιδεών σε μορφή ποιήματος.

Η πορεία των «Ωρών» ξεκινάει από τη διαύγεια της μέρας και καταλήγει στη μυστηριώδη ζοφερότητα της νύχτας, ήτοι από το πρακτικό της ηθικής, στο καθαρό του λόγου (ή την πραγματικότητα των αισθήσεων) και, τέλος, στη χαοτική θραυσματικότητα της πεπερασμένης σκέψης, που πασχίζει να καταλάβει την ευρύτητα του αφηρημένου, της Ιδέας. Η τελετουργική φύση της πορείας της συλλογής αποτυπώνεται στον ειδολογικό προσδιορισμό «Ώρες» που αποδίδεται στα ποιήματα, παρακειμενικός δείκτης που μας θυμίζει την «Ακολουθία των Ωρών».

Η ηθική πλευρά της απόκτησης της γνώσης και της μετάδοσής της είναι ο πρώτος σταθμός στο γνωσιολογικό ταξίδι. Σιγά-σιγά, και πριν τελειώσει η πρώτη «Ώρα», περνά από την πρακτική-ηθική χρήση της γνώσης στην αισθητική χρήση της, ενώ στη δεύτερη «Ώρα» αναστοχάζεται για τις αισθήσεις και την εσωτερική πλευρά τής απόλαυσης, η οποία αποτελεί την επεξεργασία των εξωτερικών (γνωσιολογικών) δεδομένων. Τίθεται εδώ το θέμα του χρόνου κυρίως, τον οποίο δεν μπορεί να καταπολεμήσει το πεπερασμένο υποκείμενο. Έτσι, τονίζεται η περατότητα του όντος μπροστά στην απειρότητα του χώρου (σύμπαντος) και την αέναη ροή του χρόνου. Η γνώση είναι η προσπάθεια κατανόησής τους, αλλά δεν είναι δυνατό να σταματήσει ποτέ, αφού δεν μπορεί ο άνθρωπος να συλλάβει τα πάντα. Οι αισθήσεις, που κατά τον 18ο αιώνα θεωρήθηκαν το βασικό εργαλείο της γνώσης, στην τρίτη «Ώρα» παρουσιάζονται ως το βασικό εργαλείο και για την αισθητική απόλαυση, την ψυχωφελή, κατά τον Πλάτωνα, «παιδιά», την ελεύθερη και παιγνιώδη περιπλάνηση της σκέψης στις εμπειρίες της ζωής. Ταυτόχρονα όμως ο ρόλος της ελευθερίας αυτής επιφορτίζεται και με μια λειτουργία πολιτικής φύσης. Η ελεύθερη σκέψη και η χρήση της γνώσης είναι το αντίδοτο στην αποχαυνωτική λειτουργία της όποιας τεχνοκρατικής εξουσίας. «Η σκέψη λιώνει την εξουσία κ’ η εξουσία νεκρή θάλασσα», διαβάζουμε και θυμόμαστε ομόθεμα ποιήματα από παλαιότερες συλλογές.

Στην τέταρτη «Ώρα» παρουσιάζεται άλλη μια πρακτική χρήση της γνώσης, η καθημερινότητα και η εξασφάλιση των προς το ζην. Η προσγείωση είναι δεδομένη στο ποίημα αυτό, όπου το υποκείμενο έρχεται σε σύγκρουση με τη σκληρή πραγματικότητα. Μπροστά σε αυτό το προβληματικό παρόν, η πορεία προς τη γνώση του παρελθόντος παίρνει λάθος στροφή και από παράδειγμα για καλύτερο μέλλον γίνεται τροχοπέδη (βλ. πέμπτη «Ώρα»), όχι μόνο για την ίδια τη γνώση της αρχαιότητας (καταλήγει σε υπεροπτικό φετιχισμό), αλλά και για την κατασκευή ενός οικοδομήματος στο μέλλον. Ακόμα και η ποίηση ακυρώνεται: «Η οίηση να απαγορεύει την ποίηση».

Στην έκτη «Ώρα» αφήνουμε πίσω την ανεδαφική παρελθοντολαγνεία και περνάμε σε μια αναστοχαστική αναφορά στον Ορθό Λόγο και τους κινδύνους από την υπερβολική πίστη σε αυτόν. Η υπερβολική πίστη μόνο στους (κατά Ροΐδη) «θεΐσκους» της Επιστήμης ή του Λόγου, χρειάζεται αντίβαρο. Μία από τις αρνητικές συνέπειες τής ορθολογικής υπερβολής παρουσιάζεται στην έβδομη «Ώρα», όπου γίνεται αναφορά στη μεταμόρφωση της αφής, από αίσθηση που τροφοδοτεί συναισθήματα σε εκλογικευμένη λειτουργία στις νέες τεχνολογίες, στην απατηλή φύση του εικονικού κόσμου της οθόνης αφής. Η ψηφιακή πραγματικότητα είναι η επανάληψη ή ο απατηλός καθρέφτης της γνώσης, αν δεν συνοδεύεται από πραγματικές επαφές. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδρανεί με τη χρήση του ηλεκτρονικού εγκεφάλου και η σπίθα της προμηθεϊκής γνώσης σβήνει στο χάος των πληροφοριών που δεν μπορούμε να επεξεργαστούμε.

Στην όγδοη «Ώρα» αναδύεται μια κάπως σκοτεινή (σχεδόν μεταφυσική) εικόνα για τη φύση της γνώσης και της σχέσης της με τις αισθήσεις και τα πάθη, ενώ στην ένατη θίγεται το θεμελιώδες ζήτημα του νεοτερικού τρόπου λήψης της γνώσης, δηλαδή της (κατά μόνας) ανά-γνωσης (σε αντίθεση με το αρχαίο «διαλογικό» πρότυπο). Για τον Πλάτωνα, η γραφή λειτουργεί ως «φάρμακον», φάρμακο και φαρμάκι ανάλογα με τις δόσεις. Επιπλέον, όπως θα παρατηρήσει ο ποιητής στην ένατη «Ώρα», η ανάγνωση του «κειμένου» χωρίς κατανόηση συχνά οδηγεί στο αναμάσημα ή τη στείρα επανάληψη, καθιστώντας τη γνώση μουσειακό, ήτοι «νεκρό», αντικείμενο. «Η επανάληψη νεκρή. Τα πάντα είδα! Δυστυχώς όμως δεν τα οίδα», είχε πει το λυρικό υποκείμενο στην έβδομη «Ώρα».

Στη δέκατη και την ενδέκατη «Ώρα» κυριαρχεί το θέμα της κίνησης στον χωροχρόνο. Στη η κίνηση δέκατη παρουσιάζεται ως όσμωση διαπολιτισμικών και διαχρονικών αξιών (μετοίκηση στον τόπο και τον χρόνο), υποβάλλοντας την αντίστιξη μνήμη-λήθη μεταξύ λαών, πολιτισμών και εποχών που συσσωρεύουν τη γνώση. Στην ενδέκατη η κίνηση αφορά στην εσωτερική πορεία του ανθρώπου προς τη γνώση, πλαισιωμένη από ένα σκηνικό σχεδόν σουρεαλιστικό, με εναλλαγές εικόνων που θυμίζουν την οικεία στο κίνημα αυτό ονειρική γραφή:


« […] Εντοπίζοντας την άτρακτο

του αεροσκάφους

που κατέπεσε στη θάλασσα

αρχίζω να ελπίζω

χαϊδεύοντας το μέταλλο

το βλέμμα της αναζήτησης

γίνεται έντονο, διεισδυτικο

εισχωρει στο αλμυρο νερο

στο νέφος του διοξειδίου

στο επερχόμενο κύμα

και στα βέλη

της απογοήτευσης […]»


Τέλος, η καταληκτική «Ώρα» αναδεικνύει τη χαοτική κατάσταση της σκέψης κατά την αναστοχαστική πορεία προς την κατανόηση της φύσης της γνώσης. Οι μεταφυσικού τύπου οντολογικές ανησυχίες του υποκειμένου βρίσκουν ένα σίγουρο καταφύγιο, την ποίηση που θα δώσει την ευκαιρία στον ποιητή «να επικοινωνήσει, να κοινωνήσει τη σωτηρία του».

Η συγγραφική ωριμότητα αναδεικνύεται με το ανά χείρας βιβλίο που μπορεί να χαρακτηριστεί με σιγουριά η πιο αξιόλογη συλλογή. Επανέρχονται παλιά θέματα της ποίησής του (εξουσία, εκπαίδευση, ηθική, έρωτας κλπ.) και τεχνικές (π.χ. το παιχνίδι με τα «ομόηχα» και τα «ομόγραφα»), αλλά για πρώτη φορά έχουμε ως κεντρικό άξονα την οντολογική πλευρά: το σκεπτόμενο υποκείμενο (τον μαθηματικό εν προκειμένω), που προσπαθεί όχι μόνο να επεξεργαστεί τα δεδομένα και να βγάλει λογικά συμπεράσματα, αλλά και, μέσω της ποίησης, να τα μεταδώσει (γνώση και εκπαίδευση) για να παραχθεί έργο για το μέλλον.

Νίκος Μαυρέλος

Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας


Share on Facebook